- μεράρχης
- μεράρχης, ὁ (Α)1. αξιωματούχος ενός δήμου ο οποίος έκανε διανομές2. αρχηγός μεραρχίας, στρατιωτικού σώματος 2.048 ανδρών3. διοικητής 32 ελεφάντων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -άρχης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεράρχης — distributing official masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεράρχαι — μεράρχης distributing official masc nom/voc pl μεράρχᾱͅ , μεράρχης distributing official masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεραρχῶν — μεράρχης distributing official masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεράρχαις — μεράρχης distributing official masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεράρχην — μεράρχης distributing official masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεράρχου — μεράρχης distributing official masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεράρχῃ — μεράρχης distributing official masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεραρχία — η (Α μεραρχία) [μεράρχης] νεοελλ. οργανική μεγάλη μονάδα τού στρατού, η οποία περιλαμβάνει μονάδες όλων τών όπλων, σωμάτων και υπηρεσιών, ώστε να έχει επιχειρησιακή αυτοτέλεια, και η οποία είναι η μικρότερη από τις μεγάλες μονάδες αρχ.… … Dictionary of Greek
μεράρχας — μεράρχᾱς , μεράρχης distributing official masc acc pl μεράρχᾱς , μεράρχης distributing official masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Merarches — Not to be confused with meridarches, a Hellenistic gubernatorial title. The merarchēs (Greek: μεράρχης), sometimes Anglicized as Merarch, was a Byzantine military rank roughly equivalent to a divisional general. History The title derives from the … Wikipedia